φανελάς

φανελάς
ο
πληθ. -άδες, φανελοποιός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φανελάς — ο, Ν [φανέλα] φανελοποιός …   Dictionary of Greek

  • κασκορσές — ο και κασκορσέ, το πλεκτό γυναικείο εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, είδος φανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache corset (< cacher «κρύβω» + corset «στηθόδεσμος»] …   Dictionary of Greek

  • κασκορσέ — το (λ. γαλλ.), άκλ., είδος γυναικείας φανέλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανελοποιός — ο ο κατασκευαστής φανελών, ο ιδιοκτήτης φανελοποιείου, ο φανελάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”